εγκύκλιος

εγκύκλιος
ος , ον 1.
1) общий (об образовании);

εγκύκλι παιδεία — общее образование;

εγκύκλια μαθήματα — общеобразовательные предметы;

2) циркулярный;

εγκύκλιος διαταγή — циркулярное распоряжение;

2. (η ) циркуляр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εγκύκλιος" в других словарях:

  • ἐγκύκλιος — circular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκύκλιος — α, ο και ος, ο (AM ἐγκύκλιος, ον) 1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται 2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική,… …   Dictionary of Greek

  • εγκύκλιος — α, ο 1. ο συνηθισμένος, κοινός, γενικός, καθολικός. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στη γενική μόρφωση, την προεπιστημονική: Στο λύκειο διδάσκονται εγκύκλια μαθήματα. 3. (για έγγραφα), που απευθύνεται σε όλους ή σε πολλούς μαζί, που κοινοποιείται σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκυκλίως — ἐγκύκλιος circular adverbial ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκύκλιον — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc sg ἐγκύκλιος circular neut nom/voc/acc sg ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκυκλέομαι roll imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КРУГ ЗНАНИЙ, КРУГ НАУК — •Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα …   Реальный словарь классических древностей

  • Круг знаний —    • Έγκύκλιος παιδεία, αγωγή, εγκύκλια μαθήματα, на языке Аристотеля означали как круг знаний, так и курс преподавания, считавшиеся обязательными для образованной и свободнорожденной молодежи. Из этого понятия неверным образом образовалось (по …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐγκυκλίοις — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl ἐγκυκλέομαι roll pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίοισι — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐγκυκλέομαι roll pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίου — ἐγκύκλιος circular masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκυκλίους — ἐγκύκλιος circular masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»